14 Οκτωβρίου 2009

The White Ribbon: A German Children's Story


Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια·
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;
(Γ.Σ. - Η Μορφή της Μοίρας, 1941)

Ο Νίτσε ήδη από την δεκαετία του 1870 είχε προειδοποιήσει για την σαρωτική επέλαση του φασισμού που θα εξαπλωνόταν στην καταρρακωμένη ηθικά και ιδεολογικά ευρωπαϊκή ήπειρο κι αυτός ήταν ο κύριος λόγος που διέκοψε οριστικά τις σχέσεις του με τον Βάγκνερ όταν διαπίστωσε ότι ο τελευταίος έκλινε προς τον εθνικοσοσιαλισμό που θα γεννούσε τον Χίτλερ λίγες δεκαετίες αργότερα. Το ότι η αδερφή του φιλοσόφου, παντρεμένη με γνωστό εθνικιστή (τον οποίο μισούσε ο ίδιος ο Νίτσε) χρησιμοποίησε και παραποίησε αργότερα τα γραπτά του για να κερδίσει την εκτίμηση (και χρηματοδότηση) του Φύρερ αλλοιώνοντας την μνήμη του είναι επίσης γνωστό. Ο δε Φρόιντ παρατήρησε το αυγό του φιδιού λίγο πριν το ξέσπασμά του και δήλωσε το κλασικό πιά "αυτοί που σήμερα καίνε βιβλία, αύριο θα κάψουν ανθρώπους”. Αλλά αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ χωρίς να σπάει πρώτα το κεφάλι του στον τοίχο, σωστά;

Όταν ο Χάνεκε γύρισε το Funny Games το 1997 και σέρβιρε στον κινηματογραφικό κόσμο ένα πλήρες, οργανωμένο, τέλειο και παντελώς αναίτιο λουτρό αίματος με πρωταγωνιστές 2 πιτσιρικάδες ντυμένους στα κατάλευκα, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δεν τον κατηγόρησαν εξαγριωμένοι για μισανθρωπισμό, προβολή της βίας, οπτικό φασισμό κτλ. Δύο χρόνια αργότερα, όταν κάποια λυκειόπαιδα σε διάφορες πόλεις της Αμερικής άρχισαν να πηγαίνουν ένα πρωινό στο σχολείο τους κρατώντας δύο καραμπίνες ο καθένας και αρκετές σφαίρες για να σκορπίσουν το μένος τους απέναντι στην κοινωνία που τους έμαθε να μισούν τον εαυτό τους, τότε βέβαια, οι κριτικοί κινηματογράφου άρχισαν να καταλαβαίνουν. Όπως ίσως κάτι να υποψιάστηκαν μερικοί Γάλλοι ψηφοφόροι του Σαρκοζί πρόπερσι, σχετικά με το παλαιότερο ερώτημα "γιατί ο Κάσοβιτς γύρισε το La Heine το 1995;".

Εκείνο που θέλω να πω με τα παραπάνω είναι πως ο καλλιτέχνης μιλάει για την εποχή του, γίνεται ένα με τους ανθρώπους της και εκφράζει τους πόθους και τα βάσανά τους.

Οι Μεγάλοι καλλιτέχνες όμως βλέπουν πιο μακριά. Καταλαβαίνουν τα σημάδια των καιρών πολύ νωρίτερα από την "γενιά τους" και βγάζουν εκκωφαντικές κραυγές στους σύγχρονούς τους, συνήθως βέβαια χωρίς κανένα αποτέλεσμα...

Ο πλήρης τίτλος της νέας ταινίας του Χάνεκε είναι Η Λευκή Κορδέλα, μία ιστορία για τα παιδιά της Γερμανίας και εκτυλίσσεται σε ένα μικρό γερμανικό χωριό πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι άντρες είναι κυρίως γεωργοί που δουλεύουν στα χωράφια του δούκα της περιοχής, οι γυναίκες μένουν στο σπίτι, τα παιδιά πάνε στο σχολείο και όλη η κοινότητα ενώνεται κάτω από τη στέγη της εκκλησίας την Κυριακή και στις μεγάλες χριστιανικές γιορτές. Οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη και η μικρή αυτή κοινωνία επιδιώκει αυτό που επιδιώκουν όλες οι κοινωνίες, εξ' ορισμού: την ησυχία της.

Αν ξύσεις όμως λίγο την επιφάνεια, όλα είναι διαφορετικά. Γιατί η καρδιά του κτήνους χτυπάει βαθιά στα έγκατα της ανθρώπινης ύπαρξης και δεν συγκαλύπτεται με καθωσπρεπισμούς και εξαγγελίες ηθικής αναβάπτισης.

Το κακό θα ξεσπάσει στο χωριό με μικρά και μεγαλύτερα χτυπήματα, αναίτια και ανεξήγητα, στα οποία όλοι θα κληθούν να δώσουν μία λύση, να βρουν μία απάντηση. Ο γιατρός του χωριού πέφτει σε ενέδρα με το άλογό του και τραυματίζεται, μία εργάτρια πεθαίνει την αμέσως επόμενη μέρα, άνθρωποι εξαφανίζονται και βασανίζονται, γυναίκες κακοποιούνται, πυρκαγιές ανάβουν στην μέση της νύχτας και το ερώτημα επανέρχεται συνεχώς διογκούμενο: μα γιατί τελικά, συμβαίνουν αυτά τα πράγματα σ' αυτούς τους καλούς ανθρώπους; Τι πήγε στραβά; Κι όσο κανείς δεν μιλά για τον βασιλιά που βγήκε γυμνός στην αγορά, όλοι θα τρέξουν να ξεχάσουν, καθώς η χώρα σπεύδει προς έναν πόλεμο που θα βυθίσει την ανθρωπότητα στο σκοτάδι.

Η ταινία κυλάει μεθυστικά επί δυόμιση ώρες σε ασπρόμαυρα πλάνα αφοπλιστικού και ειλικρινούς μίσους, μουσική δεν υπάρχει, καθόλου (μόνο δύο τρεις σκηνές όπου κάποιος παίζει πιάνο) και κάθε της καρέ φαίνεται να ρωτά αυτό που αργότερα θα ρωτούσε μία ολάκερη χώρα: τι κάναμε λάθος, πού πήραμε τον στραβό δρόμο; Κι όπως γράφει κι η Σώτη Τριανταφύλλου στον επίλογο του Αμερικάνικου Ειδυλλίου, "κανείς δεν ξέρει τι έφταιξε στη ζωή τους, κανείς δεν ξέρει τι στο διάβολο έφταιξε".

Ο Χάνεκε δεν δίνει εύκολες απαντήσεις. Προτιμά να ρωτά και να σωπαίνει. Αλλά οι σιωπές του λένε πολλά περισσότερα απ' όσα μπορεί να ακούσει ο κινηματογράφος σήμερα. Ακολουθώντας τα χνάρια του Μπέργκμαν και του Ντράγιερ κατορθώνει το ακατόρθωτο: μας παρουσιάζει θριαμβευτικά την καλύτερη, την πιο ώριμη, πιο ολοκληρωμένη δουλειά της καριέρας του, μέσα σε μία εποχή κατακλυσμένη από ταραντινισμούς, τρανσφόρμερς, εθνοσωτήρες στη βουλή, το φάντασμα μίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από πάνω μας και φασιστικές επιθέσεις στις στάσεις του μετρό.

Έχουμε 2009 και πολλοί αναρωτιούνται τι φταίει, και σ' αυτή τη χώρα και αλλού... αναρωτιούνται καθώς πηγαίνουν στη δουλειά τους με το καινούργιο τους τζιπ, αναρωτιούνται καθώς βλέπουν το καινούργιο σίριαλ στην τηλεόραση, αναρωτιούνται αν το σωστό είναι εξοστρακισμός ή εποστρακισμός, αναρωτιούνται γιατί κάποιοι λαθεύουν στα 40 και κάποιοι στα 19, αναρωτιούνται γενικώς κι απάντηση δεν βρίσκουν...

Έχουμε 2009, κι αυτή κυρίες και κύριοι είναι η πρώτη σπουδαία ταινία του 21ου αιώνα. Μακάρι να αποδειχθεί και περιττή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου