5 Ιανουαρίου 2007

niko lyras

’Έφυγε πριν 30 χρόνια από την Αθήνα, για να κυνηγήσει το δικό του «αμερικάνικο όνειρο»: να παίξει τη μουσική που γούσταρε, να τζαμάρει με τους ήρωές του, να βρει τη μούσα του. Κατάφερε αυτά κι άλλα τόσα. Το γραφείο του σκεπάζεται από βραβεία, οι τοίχοι από διπλώματα και διακρίσεις. Τραγούδια του έχουν ανέβει στα πρώτα δέκα του Billboard, οι ηχογραφήσεις κι οι παραγωγές του έχουν κερδίσει υποψηφιότητες για Γκράμμυ. Χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι στολίζουν τους τοίχους του στούντιό του, Cotton Row Recording, στο Μέμφις. Έχει κερδίσει δύο φορές το βραβείο καλύτερου κιθαρίστα του NARAS, του οργανισμού που απονέμει τα Grammy. Από το Cotton Row Recording, έχουν περάσει θρύλοι: BB King, Albert King, Rufus Thomas, Dr. John, ZZ Top, Bonnie Raitt, John Lee Hooker, Mavis Staples, Al GreenΤα μουσικά γούστα άλλαξαν αλλά εκείνος παραμένει σταθερή αξία. Σήμερα, όλη η νότια σκηνή του hip hop γράφει φανατικά στο στούντιό του - The Roots, Three 6 Mafia, 8Ball, Al Kapone και δεκάδες άλλοι ζητούν τη συνεργασία του – ενώ οι μεγάλοι της soul συνεχίζουν να τον εμπιστεύονται: το άλμπουμ Soul Comes Home, ένα αφιέρωμα στη θρυλική σόουλ εταιρία του Μέμφις, τη Stax, έγινε πραγματικότητα χάρη στη δική του προσπάθεια. Το 2005 υπέγραψε, μαζί με τον χιπχόπερ Al Kapone, μια σειρά τραγούδια για την ταινία του John Singleton, το Hustle And Flow, μεταξύ των οποίων και το ομώνυμο. Κι όμως, ο Νίκος Λύρας, Niko Lyras για τη μουσική σκηνή των ΗΠΑ, ονειρεύεται τη στιγμή που θα γυρίσει στην Ελλάδα.

Συναντηθήκαμε στο στούντιό του, στο midtown του Μέμφις, μια περιοχή αφιερωμένη λες στη μουσική βιομηχανία. Λεπτός, περιποιημένος, νεύρο σκέτο, με τετραπέρατη ματιά και εύκολο γέλιο, ο Νίκος Λύρας δε φαίνεται ούτε 35 χρονών, κι ας έχει πατήσει τα πενήντα. Χαίρεται που χρησιμοποιεί τη μητρική γλώσσα. Μιλάει γρήγορα, καταλαβαίνει την ερώτηση από τις πρώτες λέξεις, γίνεται αναλυτικός όταν δεν καταλαβαίνω κάτι πριν καν προλάβω να τον ρωτήσω. Είναι φορές που η συνέντευξη μετατρέπεται σε έναν ενδιαφέροντα μονόλογο, που σε κρατά συνεχώς σε εγρήγορση.

Πως βρεθήκατε στο Μέμφις;

«Ήτανε μια ατυχής σύμπτωση! (γελάει). Ήμουν στην Αθήνα, 19 χρονών τότε, κι έπαιζα μουσική από δω κι από κει. Μια εποχή μάλιστα έπαιζα στον Πύργο των Αθηνών, σε εστιατόριο, μισή ώρα μεταξύ των προγραμμάτων των μπαλέτων. Αισχρή δουλειά. Ήμουν παράλληλα στο Πανεπιστήμιο, αλλά δε με κέρδισε. Ήθελα να φύγω. Μια αγγλίδα που τραγούδαγε με το σχήμα που είχα τότε μου πρότεινε να πάω Αμερική. Τι να κάνω στην Αμερική, της λέω, αφού όλα όσα γουστάρω είναι στο Λονδίνο. Όχι, μου λέει, η πηγή όλων είναι η Αμερική, η ρίζα εκεί είναι. Την άκουσα. Άρχισα να αναζητώ πανεπιστήμια που θα με δέχονταν για μεταφορά. Βρήκα πέντε ή έξι. Το ένα ήταν στη Νέα Υόρκη αλλά έμαθα πόσο κρύο έχει και τρόμαξα. Στο χάρτη, βάζοντας το χέρι μου και ακολουθώντας αυτό που μου φάνηκε ευθεία από την Αθήνα, βρήκα το Μέμφις. Ωραία λέω, εδώ θα πάω, έχει ίδιο κλίμα με το δικό μας. Που να ήξερα που έμπλεκα! Δεν είχα ιδέα από τροπικά κλίματα.»

Πατήσατε καθόλου στο Πανεπιστήμιο;

«Ναι πήγα. Με βάλανε και σε εστία. Και φρικάρισα. Οι αμερικάνοι φοιτητές που μέναν εκεί ήταν χειρότεροι κι από τα γυμνασιόπαιδα της Αθήνας. Εγώ είχα πάει με τα μαλλιά ως εδώ κάτω, τις κιθάρες μου, κι αυτοί εδώ ήτανε παιδάκια! Φρικάρισα τελείως και πήγα κι έπιασα ένα διαμέρισμα. Άρχισα να την ψάχνω με τη μουσική σχεδόν αμέσως. Γνώρισα τη Ruby Wilson, την καλύτερη μπλουζ τραγουδίστρια του Μέμφις και μπήκα στη μπάντα της. Άρχισα να παίζω, χωρίς όμως να αφήνω τις σπουδές μου. Δούλευα παράνομα, δεν επιτρεπόταν αφού δεν ήμουν πολίτης, η Ruby με εκμεταλλευόταν, μου έδινε μισά λεφτά απ ότι σε κάποιον που θα δούλευε νόμιμα, αλλά δε με ένοιαζε. Δούλευα και σπούδαζα. Έχω ένα μάστερ Οικονομικών να σκονίζεται στον τοίχο».

Στο χώρο των επαγγελματικών ηχογραφήσεων πως μπήκατε;

«Ήρθα να δουλέψω εδώ, έχοντας γνωρίσει τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, το Ward Archer. Αυτός εκτίμησε το γεγονός ότι πολλοί ζητούσαν ξανά και ξανά να δουλέψουν με το Νίκο, μαζί μου, που με έκανε συνέταιρο. Σιγά σιγά η δουλειά πήγε τόσο καλά που εξαγόρασα και το δικό του μερίδιο, κι από το 1991 έχω πια το στούντιο μόνος μου. Από την ώρα που πάτησα το πόδι μου εδώ, έπεσα με τα μούτρα στη μουσική. Άρχισα να κάνω παραγωγές σε όποιον μου άρεσε. Επειδή παίζω τα πάντα, από τζαζ μέχρι Zeppelin, χωνόμουν παντού κι όποτε εύρισκα κάποιον που να έχει κάτι προχωρούσα σε συνεργασία. Έτσι άρχισα συμβόλαια με τις εταιρίες για δικές μου παραγωγές, με πρώτη την Εύα Μπρουκς. Ο δίσκος που της έκανα τότε, τη δεκαετία του 80, ήταν ο πρώτος δίσκος μαύρου καλλιτέχνη, πλην του Michael Jackson, που παιζόταν στο MTV. Έφερα τον Tom Zutaut της Geffen σε επαφή με τους Roxy Blue.. Σιγά σιγά ανοίχτηκα, άρχισα να έχω σχέσεις με ΝέαΥόρκη και Λος Άντζελες.»

Λογική διέξοδος. Την εποχή που ήρθατε, το Μέμφις δεν ήταν και στα καλύτερά του…

«Όντως έτσι είναι. ήρθα στο τέλος της εποχής της Stax. Η εταιρία που είχε αναδείξει Otis Redding, Booker T and the MGs, Wilson Pickett, έκλεινε. Υπήρχαν στιγμές που ένοιωσα ότι μπορεί να έκανα μεγάλο λάθος που ήρθα. Έφυγα από την Αθήνα γιατί δεν είχε μουσική που να μου αρέσει, κι ήρθα στο Μέμφις και ξαφνικά η μουσική έφευγε κι από δω. Ήμουν απλά μέλος μιας ετερόκλιτης ομάδας, ας την πούμε ομάδα, που προσπαθούσε να την αναβιώσει. Παρ όλα αυτά, παρά την παρακμή, είχα την τύχη να παίξω τότε με όλους εκείνους που θαύμαζα, τον Eddy Floyd, τον Wilson Pickett, τον Booker T, λίγο αργότερα συνεργάστηκα και με τους Blues Brothers.. Κι ύστερα άρχισε πάλι να αλλάζει το κλίμα κι από ετερόκλητη ομάδα γίναμε η νέα φουρνιά. Τότε είχα και την πρώτη μου σημαντική στιγμή όταν η Wendy Moten είπε το τραγούδι μου Come in out of the Rain, ήταν το single από το δίσκο της, που έφτασε στο νο5 στο αμερικάνικο billboard και στο νο7 στο βρεταννικό».

Αυτό, φαντάζομαι, σας άνοιξε πολλούς δρόμους.

«Δεν είναι έτσι εδώ. Με το που κάνεις κάτι, ανοίγουν διάφορα παράθυρα, αλλά ανοίγουν για πέντε λεπτά. Αν δεν προλάβεις να κάνεις κάτι αμέσως, σε ξεχνάνε. Ε, κι εμένα με ξεχάσανε. Ευτυχώς υπάρχει το στούντιο που δουλεύει με αυτόματο πιλότο.».

Ναι, αλλά βραβευτήκατε και ως μουσικός. Σας ξεχώρισαν ως κορυφαίο κιθαρίστα δύο φορές. Και ζητάνε τη συνεργασία σας θρύλοι της μουσικής.

«Ναι, αλλά μη ξεχνάς ότι σε μια πόλη σαν το Μέμφις ποτέ δε λείπουν οι καλοί μουσικοί κι ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. Το καλό είναι ότι ανακάλυψα νωρίς πως αν μπεις κι ως συνθέτης κι έχεις μερίδιο σε ένα καλό κομμάτι, αυτό σε πάει πιο μακρυά από μια καλή ηχογράφηση. Το κομμάτι έχει μακρά ζωή. Έχω κάνει δυο συμβόλαια, με την Polygram-Universal και την Warner Southern, έχω τυπώσει παρτιτούρες με τα τραγούδια μου, κι έτσι κάθε τετράμηνο έρχεται από τη BMI η επιταγή, το τσέκι..»

Στο στούντιο τι γράφετε συνήθως;

«Τα τελευταία χρόνια, πολύ ραπ. Το Μέμφις δεν είναι πια πρωτεύουσα της σόουλ, αλλά της ραπ. Από τα γκρουπ που έγραψαν πολύ εδώ ξεχωρίζουν οι Three 6 Mafia που εδώ και δέκα χρόνια βασιλεύουν στο ραπ του νότου. Αλλά και μπλουζ, γκόσπελ, ακόμη και καναδούς καλλιτέχνες – χάρη στους οποίους έχω μαζέψει οκτώ εννιά βραβεία Juno και τρία Felix – αν και όχι Grammy. Είχαμε υποψηφιότητες αλλά ακόμη δεν το πήραμε το βραβείο. Θα δούμε. Η ευκαιρία για Όσκαρ ήταν με το Hustle and Flow, το ομώνυμο, που κάναμε με τον Al Κapone, ήταν Critics Choice και περίμενα να περάσει, αλλά τελικά πέρασε το τραγούδι των Three 6 Mafia. Ξέραμε ότι όποιο πέρναγε θα έπαιρνε και το βραβείο. Ήταν πολύ πλαδαρός ο συναγωνισμός κι υπήρχε και σκοπιμότητα: θέμανε να προσελκύσουν τη νεώτερη γενιά. Για πρώτη φορά πέρασε χιπ χοπ κομμάτι στα Όσκαρ, ξέρεις.».

Τι είναι αυτό των ράππερς με το Θεό; Γιατί όλες αυτές οι ευχαριστίες στο Θεό κάθε που βραβεύονται;

«Αυτά περί θεού να μου το πουν εμένα. Τι έχουμε περάσει! Από πού να αρχίσω… Ξέρεις, όποτε γράφανε οι Mafia ήτανε τέσσερις πέντε αυτοί και εικοσιπέντε τα τσιράκια τους, η συνοδεία. Αυτοί γράφανε μέσα και απ’ έξω περίμενε το λεωφορείο τους, συνεχώς αναμμένο, με το air condition στο φουλ και τον οδηγό στη θέση του. Αυτό γινόταν μόνιμα όποτε γράφανε. Μια φορά λοιπόν, ήταν το 1997 νομίζω, που ήταν πιο ήρεμα τα πράματα, έφυγα για λίγο και γυρίζοντας βρίσκω το στούντιο περικυκλωμένο από περιπολικά. Σειρήνες, κακό… Λέω, πάει, κάποιον πυροβόλησαν. Ξέρεις, όλοι τους οπλοφορούν. Ήξερα ότι όλοι έχουν εργαλεία πάνω τους, αλλά το αποσιωπούσαμε. Λοιπόν, μπαίνω μέσα πριν μπουν οι αστυνομικοί. Το στούντιο ήτανε ντουμάνι από τα ναρκωτικά. Εγώ δε λέω τίποτε, δε ρωτάω ποτέ, δε θέλω να ξέρω. Τους λέω να φύγουν και να πάρουν ότι έχουν μαζί τους ή να το πετάξουν. Έτσι έγινε, φύγανε και πήγαν στο λεωφορείο τους κι οι μπάτσοι δε βρήκανε τίποτε. το μύριζαν, βέβαια, αλλά δε βρήκανε τίποτε. Όσο για το λόγο που είχε μαζευτεί η αστυνομία, ήταν που κάποιοι πίνανε μπύρα δημοσίως, έξω από το στούντιο. Εδώ δεν επιτρέπεται να έχεις ανοικτό μπουκάλι στο δρόμο. Ο πουριτανισμός βασιλεύει. Αν πίνεις ποτό πρέπει να το έχεις κρυμμένο στην καφέ σακκουλίτσα. Σε πολλές περιοχές μάλιστα η νομοθεσία δεν τους επιτρέπει ούτε να πουλάνε αλκοόλ. Πρέπει να πάνε αλλού για να βρουν».

Ε, είστε και στην περιοχή της Βίβλου.

«Ναι, εδώ είναι φανατίλα τελείως. Αν και, για πολλές εκκλησίες όλα είναι καθαρή show business. Γράφω πολλούς από τη γκόσπελ σκηνή και τα έχω δει από πρώτο χέρι. Πρόκειται για κύκλωμα απατεώνων. Βλέπεις μια εκκλησία που έχει τέσσερις χιλιάδες μέλη κι όλοι τους ντύνονται, βάζουν τα καλά τους, τα καπέλλα τους και πάνε στο σώου της Κυριακής. Στην ουσία πρόκειται για συναυλίες. Είναι καταπληκτικοί performers οι ιερωμένοι, έχουν καταπληκτικές χορωδίες, πρόκειται για συναυλίες, δηλαδή. Στην εκκλησία μαζεύουν μετρητά, βγαίνουν και ζητούν χρήματα τέσσερις πέντε φορές. Όταν έρχονται να ηχογραφήσουν, με πληρώνουν με μετρητά, από αυτά τα χρήματα. Κάθονται και τα μετράνε και θυμίζουν γκάγκστερ. Κι ύστερα σου βγαίνουν μπροστά με χαμόγελα, κουβέντες για το Θεό…»

Ερχόμενη είδα και το ναό του Al Green. Άφησε το τραγούδι για την εκκλησία, για να γίνει ιερωμένος.

«Α, ο Al Green είναι ο καλύτερος. Λέει «ελάτε στην εκκλησία μου και φέρτε λεφτά. Πετάξτε τα στον αέρα. Ότι μείνει πάνω είναι του Θεού, ότι πέσει κάτω είναι της Εκκλησίας. Και δε θέλω κέρματα και ψιλά», τους λέει, «μόνο πενταδόλαρα, 10 και 20δολλαρα». Καταπληκτικός, κι αυτός απατεών, αλλά χαρισματικός. Αυτός κι αν έχει κάνει… πάντως όποτε έχω συνεργαστεί μαζί του ήταν εξαιρετικός. Κι η αλήθεια είναι ότι στη γκόσπελ έχω γνωρίσει καταπληκτικούς μουσικούς».

Μια ομάδα καταπληκτικών μουσικών είναι και το δικό σου γκρουπ, οι Voodoo Village. Από ότι είδα είστε όλοι πολυβραβευμένοι ο καθένας στο όργανό του.

«Ναι, έτσι είναι. Είμαστε ότι καλύτερο έχει να δείξει η πόλη από μουσικούς. Ο δίσκος μας πάει καλά και απ’ ότι φαίνεται θα υπάρξει συνέχεια.»

Τι σημαίνει το όνομα;

«Voodoo Village είναι μια περιοχή εδώ στο Μέμφις, που καλύτερα να μη πάτε, εκτός αν είστε οπλισμένοι. Είναι μια περιοχή που λίγοι την ξέρουν, ούτε μέρα δεν πας, είναι μια cult περιοχή, όπου όλα τα σπίτια έχουν βουντού και μαγικά στις αυλές, ξέρεις, ένα ψαλίδι χωμένο σε μια βίβλο, ανάποδους περίεργους σταυρούς… Είναι σε ένα αδιέξοδο, και παλιά κυκλοφορούσε η φήμη ότι αν έμπαινες κατά λάθος ο δρόμος πίσω σου έκλεινε και δεν επρόκειτο ποτέ να βγεις από κει. Χανόσουν. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον κι έτσι ονομάσαμε το γκρουπ. Που να ήξερα τι με περίμενε! Γράμματα μίσους από παπάδες, από φανατικούς…»

Άλλους έλληνες μουσικούς έχει εδώ; Συνεργαστήκατε;

«Όχι, εδώ δεν έχει έλληνες μουσικούς.»

Από όσους συνεργαστήκατε, ποιους θεωρείτε ιδιαίτερους ανθρώπους;

«Από όλους, ξεχωρίζω τον Albert Collins. Είναι ο γλυκύτερος άνθρωπος που έχω συναντήσει στη ζωή μου, αιωνία του η μνήμη. Πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων, που τον χτύπησε μόλις είχαμε κάνει το δίσκο του. με είχε σα γιό του. Μου άρεσε να τον ακούω. Είχε περάσει πολλά – μάζευε μπαμπάκια εκεί που τώρα θησαυρίζουν τα καζίνα. Θυμάμαι, όταν ηχογραφούσαμε το δίσκο του, καθόταν εδώ με το BB King, και λέγανε ιστορίες καταπληκτικές, από τα χρόνια που παλεύανε, που ξεκινούσαν μέσα σε τόσες δυσκολίες.»

Τι γνώμη έχετε για το BB King; Ακούμε καλά λόγια από πολλούς μουσικούς.

«Με το BΒ έχω συνεργαστεί τρεις φορές. Για το δίσκο του Albert Collins, σε ένα live στο Λος Άντζελες, που του έδωσαν ένα Life Achievement Award, και μαζί με John Lee Hooker, Coco Montoya, Dr.John και τους Paul Butterfield Blues Band, αν κι ο ίδιος ο Πωλ είχε πεθάνει τότε. Ο BB είναι καλός άνθρωπος, μόνο που από κάποια στιγμή και μετά έγινε φίφτυ φίφτυ συνεταίρος με έναν αμείλικτο μάνατζερ, εβραίο βέβαια, και το παίζουν αυτός ο κακός κι ο BB ο καλός. Όταν κάναμε το δίσκο της Ruby Wilson, που είναι φίλη του, την έχει παντρέψει, του είχαμε ζητήσει να κάνει μια guest appearance. Δεν είχαμε λεφτά, αλλά είπαμε να του δώσουμε ποσοστά. Ο BB το υποσχέθηκε, μόνο που όταν πήγαμε στο μάνατζερ βρεθήκαμε απέναντι σε έναν τοίχο. Μας ζήτησε 50.000 δολλάρια για τη συμμετοχή σε ένα τραγούδι. Ουσιαστικά η απάντηση ήταν αρνητική. Ε, το βραδυ εκείνης της μέρας που μας δόθηκε η αρνητική απάντηση, ο BB ήταν καλεσμένος και πήγε να φάει στο σπίτι της Ruby».

Παραμένει πάντως προσηνής.

«Έτσι είναι όλοι οι παλιοί. Απλοί άνθρωποι, γλυκείς. Θυμάμαι μια φορά που περιμέναμε με τις βαλίτσες και τις κιθάρες, ήρθε ένας γλυκός γέροντας να μας πιάσει την κουβέντα. Ήταν ο Carl Perkins! Είχαμε μείνει κάγκελο. Οι παλιοί είναι άλλοι άνθρωποι, έχον άλλη γλύκα. Με μία εξαίρεση, τον Chuck Berry. Αυτός είναι ο χειρότερος. Πάντως, γενικά οι παλιοί είναι μεγάλο σχολείο. Είναι πολύ απαιτητικοί από τους μουσικούς τους, δε σηκώνουν λάθη.».

Γιατί; Μπας κι ακούσει κανείς καμμιά νότα λάθος στο Λας Βέγκας;

«Κοίτα, εμείς το Λας Βέγκας το κοροϊδεύουμε, εγώ λέω ούτε ψόφιο να μ ανεβάσουν εκεί δε θα παίξω, αλλά εδώ θεωρείται τιμητικός τρόπος να περάσεις τα τελευταία χρόνια της καριέρας σου. Όσοι πάνε εκεί παίρνουν πολλά λεφτά. Αυτή την εποχή ξέρω ότι το Βέγκας προσπαθεί να πείσει τους Time, το γκρουπ του Prince, να εμφανιστούν και να παίζουν μια επιλογή τραγουδιών του. Έτσι πιάνουν το κοινό: όσοι έχουν μιαν ηλικία θυμούνται τα νιάτα τους και πάνε και τα χώνουνε χοντρά. Θυμήσου ότι ο John Lee Hooker έπαιζε τρεις τέσσερις φορές το χρόνο στο Βέγκας και έπαιρνε 100.000 δολάρια τη φορά, πριν πεθάνει. Αυτά τα λεφτά δεν τα βγάζεις αλλού.»

Εσείς πως περνάτε εδώ; Σας λείπει η Ελλάδα;

«Κοίτα, περνάω καλά. Μένω σε μια ωραία κι ασφαλή περιοχή, αν και τώρα θα μετακομίσω, οι δουλειές πάνε καλά, αλλά όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ μου λείπει η Ελλάδα. Ευτυχώς, μια δυό φορές το χρόνο τα καταφέρνω να έρθω. Όμως, ακόμη δεν είμαι έτοιμος οικονομικά να τα παρατήσω όλα και να φύγω. Θέλω λίγα χρόνια ακόμη».

Τι σας λείπει περισσότερο;

«Από πού να ξεκινήσω, ρε παιδιά… Από τη ζεστασιά των ανθρώπων, από την ομορφιά του τόπου; Εδώ τα είδατε, αν δεν ήταν η μουσική δε θα καθόμουν. Εδώ είναι πολύ άγρια η κατάσταση»

Ναι, αλλά αν δεν ήταν άγρια η κατάσταση, θα γεννούσε τόση μουσική;

«Γι αυτό λέω ότι αυτό που κάνω δε θα μπορούσα να το κάνω στην Αθήνα. Γι αυτό κάποτε ακολούθησα τη μούσα μου και με έφερε εδώ. Όμως τώρα αποζητώ την ποιότητα ζωής, κι εδώ δε μου πάει. Ποιότητα ζωής είναι η Ελλάδα. Είμαι τόσο καιρό εδώ, αλλά ακόμη να συνηθίσω. Μην παρεξηγηθώ, έχει πολλά καλά, αν θες να προκόψεις προκόβεις, είναι το σύστημα τέτοιο που όλα βασίζονται στις business. Ενώ στην Ελλάδα, όλα βασίζονται στην καλοπέραση. Οι σχέσεις εδώ είναι οικονομικές. Δεν πρόκειται για αξιοκρατία, όμως. Είναι δολαροκρατία. Απλά, εδώ αυτά πάνε μαζί, χέρι χέρι. Κι οι ανθρώπινες σχέσεις.. Εδώ συνδέεσαι επί άλλης βάσεως. Δεν υπάρχει η μπέσα, η αγάπη, η ζεστασιά που έχεις στη Μεσόγειο».

Λίγες μέρες αργότερα, στο Σικάγο, συζητούσαμε με τον μπλουζίστα Ρόννυ Μπέηκερ Μπρουκς. Γιός του, θρύλου των μπλουζ, Λόννυ Μπρουκς, ζει στο Σικάγο, όπου έχει όλες τις πόρτες ανοιχτές, χάρη στο ταλέντο του και, βέβαια, στον πατέρα του. Για χάρη του Νίκου Λύρα, όμως, αφήνει την πρωτεύουσα των ηλεκτρικών μπλουζ και ηχογραφεί πάντα στο Μέμφις. «Ο Νίκος είναι καταπληκτικός. Καταπληκτικός τεχνικός, καταπληκτικός παραγωγός και καταπληκτικός μουσικός. Είναι σημαντικό ότι είναι μουσικός κι ο ίδιος. Οι προτάσεις του κι η δουλειά του βασίζονται σε αυτή του τη γνώση, της μουσικής. Είμαι τυχερός που τον βρήκα».


η παραπάνω συνέντευξη δόθηκε στη λαμπρινή χ. θωμά και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 814 του Ε (19,11,2006), φωτογραφίες: νίκος βεντούρας.

ευχαριστώ πολύ τη mirandolina για τη βοήθεια.

also.
also 2.


3 σχόλια: