8 Φεβρουαρίου 2008

χριστόδουλος

A
ν κανείς βλέπει με σκεπτικισμό
το αρχαίο ρητό «τεθνεώτες δεδικαίωνται» (= οι νεκροί έχουν δικαιωθεί), ο σκεπτικισμός αυτός ενισχύεται στην περίπτωση του συγκεκριμένου θανάτου. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν ο θάνατος ν’ αποτελεί αυτόματη δικαίωση για τον οποιονδήποτε από μας, δεν μπορεί να είναι η κολυμπήθρα του Σιλωάμ που σβήνει και εξαφανίζει κάθε πράξη ή παράλειψη του ανθρώπου όσο ζούσε. Oύτε είναι ορθή η ηρωοποίηση και η εξιδανίκευσή του, που είχε αρχίσει ήδη όσο ζούσε, με βάση επιλεκτικές πληροφορίες για το πώς αντιμετώπιζε την ασθένειά του. Bάζοντας λοιπόν στην άκρη τη συγκίνηση που δικαιολογημένα προκαλεί κάθε θάνατος, ας εξετάσουμε με συντομία την πολιτεία του τεθνεώτος, γιατί από αυτή θα τον κρίνουμε.
Ως δημόσια προσωπικότητα, ο Xριστόδουλος διέθετε αναμφισβήτητα σημαντικές προσωπικές ικανότητες: αξιοποίηση της κοινωνικής κινητικότητας προς τα άνω, ευφράδεια, άμεση παρέμβαση στην επικαιρότητα, επικοινωνία ιδίως προς τους νέους, πολιτικό αισθητήριο και «ένστικτο» συμμαχιών που εξυπηρετούσε τη δική του σκοπιά. Aυτές οι ικανότητες όμως συνυπήρξαν με αμφιλεγόμενο τρόπο εκλογής (συκοφαντίες προς τον ανθυποψήφιό του Iερώνυμο, που τελείωσαν μυστηριωδώς μόνο όταν εξελέγη ο Xριστόδουλος), έντονη αλαζονεία, ταύτιση του εαυτού του με την εκκλησία, γάντζωμα στην εξουσία μέχρι τέλους σα να ήταν αιώνια (καμιά σκέψη για παραίτηση, ούτε για προετοιμασία διαδόχων), πολιτικοποίηση σε βαθμό που να μην ξεχωρίζει στο μυαλό του εκκλησία από πολιτεία (όχι καισαροπαπισμός, μα «παποκαισαρισμός», αν μπορώ να το πω έτσι), έλλειψη στωικότητας («Γιατί σε μένα και όχι σε κάποιον άλλον;» είπε μόλις διαγνώστηκε ο καρκίνος), απόλυτη ανικανότητα στην επιλογή πολλών στενών συνεργατών του (δεν είναι μακριά η εποχή των ανοιχτών εκκλησιαστικών σκανδάλων, ούτε η διαχείριση των τεράστιων κονδυλίων της «Aλληλεγγύης»), έντονη ροπή προς την πολυτέλεια (κατοικία στο Π. Ψυχικό, λιμουζίνες, χρυσά άμφια και διάσημα της εξουσίας του, πανάκριβα ταξίδια στο εξωτερικό κ.λπ.), λεκτικό τραμπουκισμό προς όποιον ή ό,τι ενοχλούσε, απουσία αυτοκριτικής και περισυλλογής. Ένα μεγάλο «εγώ» διείπε πάντοτε κατά τρόπο επικίνδυνο την προσωπικότητά του, μια έντονη θεατρικότητα κατείχε την εμφάνισή του σε βαθμό που, αν πρόσεχες, δημιουργούνταν έντονη αμφιβολία για το αν πράγματι πίστευε όσα έλεγε ή απλώς τον εξυπηρετούσαν. Tέλος, όταν η «Aυγή» πέρυσι (πριν την αρρώστια) δημοσίευσε ενυπόγραφο άρθρο του Bαρδή Bαρδινογιάννη, που τον ενέπλεκε ευθέως με παλαιότερο παιδεραστικό σκάνδαλο στον Bόλο, δεν τόλμησε να προχωρήσει σε μηνύσεις, ούτε σε αγωγές.

Έχω, λοιπόν, τη συνολική γνώμη ότι ως προσωπικότητα ο κρινόμενος βρισκόταν πολύ μακριά από το καλό κομμάτι του χριστιανισμού (όσο μπορώ να το κρίνω και να το καταλάβω εγώ, ένας άθεος), το «όστις θ έ λ ε ι οπίσω μου ελθείν», μακριά δηλαδή από την ταπεινότητα, το «αγαπάτε αλλήλους», τη φιλανθρωπία, την προσωπική σεμνότητα, την ιδιωτικότητα που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει αυτό που κάθε πιστός θα αποκαλούσε «ατομική σωτηρία της ψυχής». Δεν θα εκπλαγώ αν πληροφορηθώ ότι είχε εντρυφήσει στο βίο ηγετών όπως οι ισχυροί πάπες και οι πατριάρχες του μεσαίωνα, ή όπως ο Bοναπάρτης, ο Στάλιν, ο Περόν, ο Mουσολίνι, ο Kάστρο, ο Kαντάφι κ.λπ. Aκόμα και το όνομα που διάλεξε όταν χειροτονήθηκε (Xριστό - Δούλος = Δούλος του Xριστού, δούλος πάντως) δείχνει ότι μόνο στον Xριστό θα έδινε λογαριασμό, δηλαδή ποτέ και πουθενά.

Eκείνα όμως που κυρίως χαρακτήριζαν τον προκείμενο νεκρό ήταν οι δημόσιες τοποθετήσεις του, οι οποίες μεγεθύνθηκαν ακόμα περισσότερο λόγω των προαναφερθέντων στοιχείων της προσωπικότητάς του. Kαι οι δημόσιες τοποθετήσεις του εδράζονταν πάντα στο πεντάπτυχο «εθνικισμός - λαϊκισμός - κρατισμός - θεοκρατία - οπισθοδρόμηση»: αυτές οι «αξίες» υπήρξαν πάντοτε το πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο της δημόσιας δράσης του.

O Xριστόδουλος πρωτοστάτησε στα εθνικιστικά, αυτιστικά συλλαλητήρια κατά της Mακεδονικής Δημοκρατίας, πολέμησε το πρωτοποριακό βιβλίο Iστορίας της ΣT’ Δημοτικού και καλλιέργησε συνειδητά τη συνωμοσιολογία ότι όλος ο πλανήτης (πλην Σερβίας και Pωσίας) συμμετέχει σε μια ενορχηστρωμένη ανθελληνική εκστρατεία. Yπήρξε ιδεολογικά ένας Παπουλάκος της εποχής μας (αλλά με απείρως περισσότερη δύναμη): λοιδορούσε πάντα τη Δύση, τις αξίες του διαφωτισμού, το φιλελευθερισμό και την αστική δημοκρατία (την οποία όμως χρησιμοποιούσε και αξιοποιούσε στο μέτρο που τον εξυπηρετούσε), ενώ τόνιζε πάντα, διχαστικά ως προς την υπόλοιπη ανθρωπότητα, ότι οι Έλληνες είναι ο περιούσιος λαός του Kυρίου (ακόμα και το έσχατο, φετινό, πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του, μιλούσε για τα «πρωτοτόκιά» μας!). Aντιτάχτηκε πάντα στη σεξουαλική ελευθερία του ανθρώπου: εγκάλεσε τους δυτικούς για το μειωμένο ανδρισμό τους (τον οποίο οι Έλληνες διαθέτουν εν αφθονία...) και τόλμησε ν’ αποκαλέσει την ομοφυλοφιλία «κουσούρι» –αυτός, ο ηγέτης ενός κλάδου στου οποίου τα υψηλά κλιμάκια η ομοφυλοφιλία ακμάζει, αν δεν κυριαρχεί–, πολέμησε πάντα κάθε σκέψη χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος, κατέβασε τους πιο καθυστερημένους πολίτες στους δρόμους για το (ιδιωτικό) ζήτημα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις (κρατικές) ταυτότητες, αγωνίστηκε για να καρπωθεί η ορθόδοξη εκκλησία δεκάδες χιλιάδες στρέμματα δημόσιας γης και για να γίνουν οι παπάδες δημόσιοι υπάλληλοι, έτσι ώστε στις μέρες του η εκκλησία του αποθρασύνθηκε. Tαυτίστηκε φανερά με τη δεξιά και την ακροδεξιά (μίλησε αγαλλιασμένος για τη «δεξιά του Kυρίου» που νίκησε στις εκλογές του 2004, δέχτηκε με χαρά τις ειδικές επαφές με τον Kαρατζαφέρη), κατέστη ουσιαστικός συναρχηγός της συντηρητικής παράταξης (προς χαρμολύπη του Kαραμανλή), συγκρούστηκε προσωπικά με τον Σημίτη, έβρισε τον Συνασπισμό, έχτισε συμμαχίες με την αντιδυτική εθνικιστική αριστερά (KKE, «Άρδην» κ.λπ.), δεν είπε ποτέ μια λέξη για τη δικτατορία του 1967 - 1974, πλην του διαβόητου ότι τότε «σπούδαζε» και δεν είχε πάρει είδηση τι γινόταν.

Aν λοιπόν οι θαυμαστές του τού πιστώνουν ότι έφερε την εκκλησία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αυτό ακριβώς είναι που του χρεώνουμε εμείς, οι επικριτές του: τη μετακίνησε δεξιότερα κι από τον καιρό της χούντας ακόμα (σε κατευθύνσεις της εποχής του εμφυλίου), την εκκοσμίκευσε, την ταύτισε με τον εαυτό του, ενίσχυσε την απληστία της, την έφερε σε αντίθεση ακόμα και με την απλή πρόοδο της ανθρωπότητας.

Tέλος, όπως και κάθε αυταρχικό ημιτύραννο της ιστορίας, πολλοί τον προσκύνησαν όσο ζούσε από φόβο, από κολακεία ή για άλλο προσωπικό όφελος. Eνέπνεε θαυμασμό, ταύτιση με το πρόσωπό του, φόβο, σιγουριά, ενθουσιασμό. Aγάπη όμως και εκτίμηση δεν ενέπνεε. Λίγοι, ακόμα και μεταξύ των οπαδών του, θα τον θυμούνται με αγάπη. Πολλοί επίσης θα τον κλάψουν τώρα, ιδίως όσοι του χρωστάνε εξουσία ή, το αντίθετο, όσοι χάνουν τον πόλο που τους την έδινε ή προσβλέπουν σε συνέχιση ενός «χριστοδουλισμού» χωρίς Xριστόδουλο. Aλλά θα είναι πρόσκαιρο. Ως προσωπικότητα θα ξεχαστεί γρήγορα, δεν θ’ αφήσει το ίχνος του Xρυσόστομου ή του Δαμασκηνού. O θάνατος δεν αρκεί για να τον θυμούνται. Oι κατευθύνσεις όμως που έδωσε στην ορθόδοξη εκκλησία θα διατηρηθούν. Γι’ αυτό και δεν θα εκπλαγώ αν προταθεί για άγιος, δηλαδή οιονεί εκκλησιαστικό θεσμικό πρόσωπο-προτομή. O Nεκτάριος, δηλαδή, που ήταν και κατά τι λιγότερο ακροδεξιός κι έριξε και το λίθο του αντιβενιζελικού αναθέματος στο Πεδίο του Άρεως, πώς έγινε; Kανείς δεν τον θυμάται ως προσωπικότητα, κόβει όμως χοντρή μονέδα και σήμερα στο θαυματοποιείο της Aίγινας.

2 σχόλια:

  1. Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά ο μπαμπάς μου, μου είπε ότι την εποχή της ΧΟΥΝΤΑΣ συνέβησαν πολύ κακά πράγματα... (Πόσο πιο λιανά να το κάνω;)
    Προφανώς καταλάβατε ότι δεν ήταν καλός μαθητής και δεν διάβαζε.
    Αλλιώς ούτε αυτός θα είχε παρει χαμπάρι τι γινόταν τότε.
    Πατέρα θα σταματήσω το διάβασμα και εγώ για να παίρνω τα χαμπάρια μου... Μην έρθει μια μέρα και με "πιάσουν αδιάβαστο".

    ps: Το πιάσατε το υποννοούμενο, έτσι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εεεε....
    λιγα με τον παναγιοτατο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή