21 Μαρτίου 2010

8½ (Federico Fellini, 1963)

Το 8½ του Φελίνι δεν είναι απλά ένα από τα (λίγα) αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, είναι και ένα αστείο —μα και οξυδερκέστατο— σχόλιο για την αξία του κινηματογράφου εν γένει, και την αποστολή της Τέχνης ολόκληρης.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Φελίνι παρουσίαζε τα θέματα αυτά στο ευρύ κοινό χωρίς να χάνει την διαύγεια ή την εμπορικότητά του εξακολουθεί να διαφεύγει (σχεδόν ολοκληρωτικά) από τους σκηνοθέτες των τελευταίων δεκαετιών.

Το 8½ βγήκε στις αίθουσες το 1963 και ο τίτλος του αναφέρεται στις ταινίες που είχε σκηνοθετήσει μέχρι τότε ο Ιταλός, δηλαδή τις Variety Lights (1950), The White Sheik (1952), I vitelloni (1953), Love in the City (1953), La strada (1954), The Swindle (1955), Le notti di Cabiria (1957), La dolce vita (1960) και το επεισόδιο "Le tentazioni del dottor Antonio" του Boccaccio '70 (1962). Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, ο Φελίνι είχε γράψει σε ένα χαρτί που είχε κολλήσει στην κάμερα την φράση "Ricordati che è un film comico" == Remember, this is a comedy. Ο working title μάλιστα του συν-σεναριογράφου ήταν "La bella confusione" (The Beautiful Confusion), τον οποίο γρήγορα άλλαξε ο Φελίνι, για να αρχίσει να αποκαλεί το φιλμ ως "Comedy"... Περισσότερο από αυτο-αναφορικό, το 8½ είναι ένα Μπορχικό έργο που παίρνει ζωή μέσα από την ίδια του την εξιστόρηση, εκφράζει εν μέρει τον δημιουργό του και ταυτόχρονα δεν αποτελεί ένα φιλμ με την συνηθισμένη έννοια του όρου (αν σε κάποιον θυμίζει το Inland Empire, πολύ καλά κάνει και παρακαλείται να στείλει mail να τον ευχαριστήσω).

Πρωταγωνιστεί ένας σκηνοθέτης σε περίοδο κρίσης λόγω director's block (φωτογραφίζοντας τον εαυτό του μετά την τεράστια επιτυχία της dolce vita;), ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με τις γυναίκες της ζωής του, τις τύψεις του γι' αυτές, τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, τη σχέση του με την εκκλησία και τις αμφιβολίες του για την αποστολή της Τέχνης. Οι περισσότεροι εστίασαν στην προβληματική των σχέσεων ανδρός—γυναικών (δείτε για παράδειγμα το περσινό Nine), ωστόσο το μεγαλείο της ταινίας βρίσκεται στους παράλληλους μονολόγους Marcello Mastroianni (σκηνοθέτης)—Jean Rougeul (κριτικός κινηματογράφου). Σε μία από τις πολλές ονειρικές σεκάνς του Mastroianni, "αναγκάζει" τον δεύτερο να κρεμαστεί μέσα στο σινεμά(!) για να γλιτώσει από τις (ορθές, πλην εύκολες) παρατηρήσεις του, αλλά αυτό δεν μας λέει τα πάντα για τη σχέση καλλιτέχνη και κριτικού.

Αυτό που εντυπωσιάζει στην ταινία είναι το γεγονός πως ο Φελίνι προσπαθεί να μιλήσει για 10 διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα και, ακόμα χειρότερα, σε κάθε βήμα αποδομεί μόνος του το οικοδόμημα που προσπαθεί να χτίσει, εν πλήρει συνειδήσει! Πρόκειται για τακτική που θα οδηγούσε οποιονδήποτε άλλο με μαθηματική ακρίβεια στην πανωλεθρία, αλλά ο Φελίνι την ακολουθεί μεθοδικά ως το τέλος, για να μας πείσει τελικά πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να τα καταφέρει. Η σύγχυση του πρωταγωνιστή μετατρέπεται σε διαύγεια του σκηνοθέτη και οι παρατηρήσεις του συνεργάτη τού κριτικού από μειονεκτήματα σε καθαρά winning points. Καταφέρνει έτσι να σκιαγραφήσει την απόγνωση του κεντρικού του ήρωα και να πείσει για την ειλικρίνεια της απάντησής του στο φινάλε.

"Νόμιζα πως είχα μία αλήθεια να διηγηθώ," μονολογεί ο Κουίντο, αλλά διαπιστώνει πικρά πως δεν έχει τίποτα να πει. Τίποτα πέραν της ειλικρίνειάς του και της θέλησής του να συνεχίσει να ψάχνει (αυτή η εξομολόγηση γίνεται αμέσως μετά την ονειροπόλησή του για την μοίρα του Jean Rougeul που έλεγα πιο πάνω!). Η μελαγχολική του παρατήρηση μας φέρνει στον πυρήνα του 8½, που δεν είναι άλλος από την ερώτηση για την αποστολή της Τέχνης.

Αν η Τέχνη είναι ένα ψέμα, φαίνεται να αναρωτιέται ο Φελίνι, γεμάτο μισές αλήθειες, τύψεις και άστοχες παρατηρήσεις, ποιός ο λόγος να συνεχίζουμε να την υπηρετούμε; Ο Κουίντο αντιλαμβάνεται πως δεν έχασε απλά την έμπνευσή του, αλλά για πρώτη φορά στάθηκε ειλικρινώς απέναντι σε ό,τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια (όπως εξάλλου και απέναντι στην πλειάδα των γυναικών που τον περιβάλλουν). Κι αφού διαλύσει τα πάντα, θα αφήσει τις παραισθήσεις του και θα ανταπαντήσει.

—Πρέπει λοιπόν να εγκαταλείψουμε το παιχνίδι, να βυθιστούμε στην σιωπή;
—Τώρα πια ξέρω την αλήθεια, πως δεν ξέρω τι ψάχνω, αλλά μόνο πως νιώθω ζωντανός και μπορώ να σε κοιτάξω στα μάτια χωρίς ντροπή. Η ζωή είναι ένα πάρτι· ας το ζήσουμε μαζί.

Απολογία της Τέχνης ως ερωτική εξομολόγηση; Εγώ πάντως, είμαι μαζί του.

1 σχόλιο:

  1. Μεγάλη ταινία αλλά και καταπληκτικό άρθρο! Πολύ μου άρεσε. Συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή