11 Δεκεμβρίου 2009
διαβάζοντας celine
Φαίνεται καθαρά πως καίγεται ένα χωριό, ακόμα κι από είκοσι μίλια μακριά. Είναι χαρούμενο θέαμα. Ένα τοσοδά χωριουδάκι που τη μέρα ούτε το 'παιρνες χαμπάρι, στο βάθος μιας άσχημης μικρής εξοχής, ε λοιπόν, δεν φαντάζεσαι τη νύχτα, όταν καίγεται, τι εντύπωση σου κάνει! Θαρρείς η Παναγία των Παρισίων! Μια νύχτα ολόκληρη παίρνει για να καεί ένα χωριό, ακόμα και μικρό, στο τέλος θαρρείς ένα τεράστιο λουλούδι, έπειτα μόνο ένα μπουμπούκι, έπειτα τίποτα.
Καπνίζει, και τότε είναι πρωί.
[...]
Κάναμε ουρά για να πεθάνουμε. Ο ίδιος ο στρατηγός δεν έβρισκε πια καταυλισμό χωρίς φαντάρους. Καταλήξαμε να κοιμόμαστε όλοι, στρατηγοί ξεστρατηγοί, στα χωράφια. Όσοι είχαν λίγο ακόμα κουράγιο το έχασαν κι αυτοί. Τότε ήταν που άρχισαν να τουφεκάνε φαντάρους, διμοιρίες ολόκληρες, για να τους αναπτερώσουν το ηθικό, και που βάλθηκαν ν' αναφέρουν τον μοίραρχο της χωροφυλακής στην ημερήσια διάταξη για τον τρόπο του να κάνει τον δικό του μικρό πόλεμο, τον απόλυτο, τον πέρα για πέρα αληθινό.
“From up high where I was, you could shout anything you liked at them. I tried. They made me sick, the whole lot of them. I hadn’t the nerve to tell them so in the daytime, to their face, but up there it was safe. “Help! Help!” I shouted, just to see if it would have any effect on them. None whatsoever. Those people were pushing life and night and day in front of them. Life hides everything from people. Their own noise prevents them from hearing anything else. They couldn’t care less. The bigger and taller the city, the less they care. Take it from me. I’ve tried. It’s a waste of time.”
— Louis-Ferdinand Céline, Journey to the End of the Night
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου